- οδοντιατρείο(ν)
- το стоматологическая поликлиника; зубоврачебный кабинет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οδοντιατρείο — το ιατρείο τού οδοντιάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οδοντίατρος. Η λ., στον λόγιο τ. ὀδοντιατρεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οδοντιατρείο — το ιατρείο όπου γίνεται θεραπεία των δοντιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… … Dictionary of Greek